Ο ΚΑΙΡΟΣ

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

ΗΦΑΙΣΤΕΙΑ

Γεωλογικοί σχηματισμοί, στους οποίους καταλήγουν υπόγεια συστήματα φυσικών αγωγών που προάγουν υλικά υψηλής θερμοκρασίας από το χώρο δημιουργίας τους στην επιφάνεια της Γης.
Το τελευταίο τμήμα αυτού του πολύπλοκου συστήματος φυσικών αγωγών ονομάζεται ηφαιστειακός πόρος, ενώ το άνοιγμα από το οποίο εκτινάσσεται το διάπυρο υλικό -που αποτελείται κυρίως από λάβα υγρής μορφής, θερμά αέρια και στερεά σωματίδια- ονομάζεται κρατήρας. Κατά την έκχυσή του από τον κρατήρα το ηφαιστειακό υλικό συσσωρεύεται γύρω από αυτόν και αποψύχεται, με αποτέλεσμα τη στερεοποίησή του και το σχηματισμό του ηφαιστειακού κώνου, όνομα που οφείλεται στη μορφή που αποκτά συνήθως ο σχηματιζόμενος λόφος.
Η τροφοδοσία ενός ηφαιστείου με ηφαιστειακό υλικό -που ονομάζεται μάγμα και είναι το διάπυρο λιωμένο υλικό που δεν έχει διαχωριστεί ακόμη σε υγρή, στερεά και αέρια μορφή- γίνεται μέσω των μαγματικών θαλάμων. Πρόκειται για κοιλότητες, σε μεγάλο βάθος, όπου συγκεντρώνονται μεγάλες ποσότητες μάγματος. Το μάγμα δημιουργείται σε ασταθείς ζώνες της λιθόσφαιρας, λόγω περιοδικού λιώσιμου του εξωτερικού μανδύα του γήινου φλοιού σε ένα βάθος μερικών εκατοντάδων χιλιομέτρων από την επιφάνεια της Γης. Κατά τη διάρκεια των ηφαιστειακών εκρήξεων, τα αέρια που είναι διαλυμένα στο μάγμα διαφεύγουν από αυτό και έτσι προκύπτει η λάβα, από την απόψυξη της οποίας σχηματίζονται τα ηφαιστειακά πετρώματα. Το μάγμα και η λάβα αποτελούνται κυρίως από λιωμένα πυριτικά άλατα, με αποτέλεσμα η εκατοστιαία περιεκτικότητα σε πυρίτιο να αποτελεί μέτρο σύγκρισης και διαχωρισμού των σπουδαιότερων τύπων μαγμάτων. Τα αέρια και οι μεγάλες ποσότητες νερού που περιέχονται στο μάγμα, σε συνδυασμό με τις μεγάλες πιέσεις που επικρατούν στα βάθη όπου δημιουργείται, ευθύνονται για την ανοδική πορεία του μάγματος, που οδηγεί στην έκρηξη του ηφαιστείου.
Η γεωγραφική κατανομή των ενεργών ή και σβησμένων ηφαιστείων ερμηνεύτηκε για πρώτη φορά από τη θεωρία των λιθοσφαιρικών πλακών. Συγκεκριμένα, εξακριβώθηκε ότι περιοχές μεγάλης σεισμικής δραστηριότητας συμπίπτουν με τεκτονικά κινητές περιοχές στα σύνορα των λιθοσφαιρικών πλακών, οι οποίες εκτείνονται κατά μήκος μεγάλων ρήξεων του γήινου φλοιού.
Στα σημεία συνάντησης των λιθοσφαιρικών πλακών σχηματίζονται στενά ρήγματα, που ονομάζονται τάφροι, είτε λεπτές ρωγμές με υπερυψωμένα χείλη, που είναι γνωστές ως ράχες. Μια από τις σπουδαιότερες ράχες είναι η μεσοωκεάνια ράχη του Ατλαντικού, η οποία αποτελεί μια αλυσίδα υποθαλάσσιων ηφαιστείων, κατά την ηφαιστειακή δραστηριότητα των οποίων έχουμε έκχυση λάβας κυρίως βασαλτικής δομής. Οι υποθαλάσσιες ηφαιστειακές εκρήξεις πολλές φορές γίνονται αισθητές και στην επιφάνεια της θάλασσας, συνοδευόμενες από αναταραχές και θόλωμα του νερού, από εμφάνιση μεγάλων ποσοτήτων ελαφρόπετρας, όπως και από τη δημιουργία θαλάσσιων κυμάτων (τσουνάμι). Το 1985 στην περιοχή ανατολικά του αρχιπελάγους της Ιαπωνίας, το ωκεανογραφικό σκάφος Jean Charcοt ανακάλυψε έναν μεγάλο αριθμό υποθαλάσσιων ηφαιστείων, ύψους 3.500 μ., ενώ την ίδια εποχή πάνω από 115 νέα υποθαλάσσια ηφαίστεια με κρατήρες μέχρι 8 χλμ. ανακαλύφθηκαν σε βάθος 4.500 μ. στη θαλάσσια περιοχή της Καλιφόρνια. Μάλιστα για τα υποθαλάσσια ηφαίστεια που βρέθηκαν στα ανοιχτά της Καλιφόρνια εκτιμάται ότι ο φλοιός τους είναι πλούσιος σε πολύτιμα μέταλλα, όπως κοβάλτιο, λευκόχρυσο κ.λπ. Επίσης, τη δεκαετία του 1980 επιβεβαιώθηκε η υπόθεση ότι οι ατόλλες (κοραλλιογενή νησάκια) είναι προϊόντα υποθαλάσσιων και μη ηφαιστείων. Η μεσοωκεάνια ράχη του Ατλαντικού έχει πλάτος περίπου 4 χλμ. και τα σημεία στα οποία προβάλλει έξω από τη θάλασσα είναι η Ισλανδία και η μεγάλη κοιλάδα του Αφάρ στην ανατολική Αφρική μεταξύ της Αιθιοπίας και του Τζιμπουτί. Άλλες ζώνες που παρουσιάζουν μεγάλη σεισμική αλλά και ηφαιστειακή δραστηριότητα είναι το νοτιοανατολικό τμήμα της Ευρώπης, η τάφρος που βρίσκεται ανατολικά της αφρικανικής ηπείρου, η περιοχή που εκτείνεται νότια της Ινδονησίας και ο ηφαιστειακός δακτύλιος του Ειρηνικού, που αποτελεί περιοχή που παρουσιάζει τη μεγαλύτερη σεισμική και ηφαιστειακή δραστηριότητα σε παγκόσμια κλίμακα.
Ένα μέρος των ενεργών ηφαιστείων, ο αριθμός των οποίων υπολογίζεται περίπου στα 800 σε όλη τη Γη, διακρίνεται για τη συνεχή και μερικές φορές έντονη ηφαιστειακή τους δράση, ενώ ένα άλλο μέρος βρίσκεται σε μια κατάσταση ηρεμίας με περιοδικές ηφαιστειακές εξάρσεις. Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1970 και 1980, στα ηφαίστεια που παρουσίασαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον -κυρίως λόγω των εντυπωσιακών εκρήξεων αλλά και των φαινομένων που τις συνόδευαν- συγκαταλέγονται το Βesymjanny (1970) και Τοlbachik (1975) στη χερσόνησο της Καμτσάτκα, το Sakuraijama (1972) στην Ιαπωνία, το Νyiragοngο (1977) στο Ζαΐρ, το Κilauea (1982) στην Ιαπωνία, το Νeνadο del Ruiz (1985) στην Κολομβία, το ηφαίστειο της St. Ηellen στην πολιτεία της Ουάσινγκτον των ΗΠΑ (1980) και το Ρinatubο (1991) στις Φιλιππίνες. Η έκρηξη του ηφαιστείου της Αγίας Ελένης συγκαταλέγεται στις πιο βίαιες, κατά την οποία το νέφος κίσσηρης και αερίου που σχηματίστηκε, θερμοκρασίας 600 C, κατέστρεψε τη γύρω βλάστηση, δημιουργώντας μια πεδιάδα τέφρας, ενώ πετρώματα και λάσπη κάλυψαν τις γειτονικές πεδινές και δασώδεις περιοχές. Φυτά και ζώα που βρίσκονται κάτω από το νερό ή στο υπέδαφος επέζησαν, ενώ άλλα που επιβίωσαν μετά την έκρηξη καταστράφηκαν αργότερα ως αποτέλεσμα των μετακινήσεων των στρωμάτων τέφρας. Σήμερα η περιοχή γύρω από το ηφαίστειο, εκτός αυτής που καλύφθηκε από τέφρα και διασώζει ελάχιστα ίχνη ζωής, σταδιακά αποκαθίσταται με την εμφάνιση θαμνώδους βλάστησης και μονοκύτταρων οργανισμών και αποτελεί για τους επιστήμονες μοναδικό χώρο μελέτης σχετικά με την πορεία της βιολογικής αποκατάστασης του φυσικού περιβάλλοντος μετά από μια μεγάλη καταστροφή. Στις ισχυρότερες ηφαιστειακές εκρήξεις συγκαταλέγεται και η έκρηξη του ηφαιστείου Ρinatubο το 1991 στις Φιλιππίνες. Επί εβδομάδες εκτοξεύονταν προς την ατμόσφαιρα, σε ύψος 23 χλμ. πάνω από την επιφάνεια της Γης, τέφρα και διοξείδιο του θείου, με αποτέλεσμα να σχηματιστεί μια ζώνη θειικού οξέος στην ατμόσφαιρα της Γης, που την κάλυπτε σε ποσοστό 40% και συνέτεινε στην καταστροφή του όζοντος. Αυτή η ζώνη του θειικού οξέος που περιέβαλε τη Γη, σύμφωνα με τους επιστήμονες, ήταν ικανή να ανακλάσει σε μεγάλο βαθμό την ορατή ηλιακή ακτινοβολία, με αποτέλεσμα να ψυχθούν τα στρώματα του αέρα που βρίσκονται κοντά στην επιφάνειά της. Συγκεκριμένα, εικάζεται ότι μια μείωση της ηλιακής ακτινοβολίας σε ποσοστό 5-7% μπορεί να επιφέρει μια μείωση της μέσης θερμοκρασίας της Γης κατά 0,5-1 C.
Οι ηφαιστειακές εκρήξεις διαφέρουν μεταξύ τους ως προς την ισχύ και τα χαρακτηριστικά τους. Η ιδιαιτερότητα κάθε ηφαιστείου κατά τη διάρκεια έκρηξής του αποδίδεται σε διάφορους παράγοντες, όπως στο μέγεθος και το σχήμα του μαγματικού θαλάμου, στη θέση και στις διακλαδώσεις του ηφαιστειακού πόρου, όπως και στα χαρακτηριστικά της λάβας. Έτσι, η έκρηξη μπορεί να είναι βίαιη, όπως στην περίπτωση του ηφαιστείου της Αγ. Ελένης και του Ρinatubο, συνοδευόμενη πολλές φορές και από σεισμικές δονήσεις που οδηγούν στην κατάρρευση του κρατήρα και τη δημιουργία καλδέρας, δηλ. το σχηματισμό ράχης, ενώ μερικές φορές η ηφαιστειακή δραστηριότητα εκδηλώνεται με απλή έκχυση της λάβας από ρήγματα χωρίς να αλλάζει ιδιαίτερα η τοπογραφία της περιοχής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του φαινομένου είναι το ηφαίστειο Νyiragοngο, που βρίσκεται στο Ζαΐρ και είναι ιδιαίτερα γνωστό λόγω της μεγάλης ποσότητας λάβας που υπάρχει στον κρατήρα του. Η δραστηριοποίηση του ηφαιστείου οδήγησε στο σχηματισμό μιας μεγάλων διαστάσεων ρωγμής στις πλαγιές του, με αποτέλεσμα μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα 60.000.000 κυβ. μ. υπέρρευστης λάβας να κατακλύσουν τις γύρω περιοχές και να προκαλέσουν το θάνατο σε 60 ανθρώπους.
Ανεξάρτητα, όμως, από την ιδιαιτερότητα κάθε ηφαιστείου, οι επιστήμονες διακρίνουν σήμερα, βάσει της ποσοτικής αναλογίας των ηφαιστειακών υλικών που εκτοξεύονται και του ιξώδους της λάβας, 4 κύριες κατηγορίες (τύπους) εκρήξεων: τις χαβάιες (ή εκχυτικές), τις στρομπόλιες (ή μεικτές), τις θολωτού ή δομοειδούς τύπου (ή εξωθητικές) και τις βουλκάνιες (ή εκρηκτικές).
1) Χαβάιος τύπος
Είναι χαρακτηριστικός τύπος ηφαιστειακών εκρήξεων, που εκδηλώθηκαν στα νησιά της Χαβάης και την Ισλανδία. Χαρακτηρίζεται από ήπια έκχυση μεγάλης ποσότητας ρευστής λάβας, βασαλτικής σύνθεσης και υψηλής θερμοκρασίας 1200 C, χωρίς να συνοδεύεται από σεισμικές δονήσεις. Αυτού του τύπου οι εκρήξεις, αν και εκδηλώνονται πρακτικά χωρίς προειδοποίηση, ποτέ δεν είναι καταστροφικές, επειδή δεν υπάρχει αρκετός χρόνος για τη συγκέντρωση της απαιτούμενης ενέργειας κάτω από το ηφαίστειο.
2) Στρομπόλιος τύπος
Ο στρομπόλιος τύπος ηφαιστειακών εκρήξεων οφείλει το όνομά του στις εκρήξεις του ηφαιστείου Strοmbοli, που βρίσκεται στο συγκρότημα των νήσων Liρari της Ιταλίας. Η λάβα είναι βασαλτικής ή ανδεσιτο-βασαλτικής σύνθεσης, αλλά χαμηλότερης θερμοκρασίας από τη λάβα του χαβάιου τύπου (1.000-1.100 C). Επίσης, κατά την έκχυση λάβας παρατηρούνται ήπιας μορφής εκρήξεις σε τακτά χρονικά διαστήματα, που συνοδεύονται από σύννεφα αερίων.
3) Θολωτός ή δομοειδής τύπος
Χαρακτηριστικό φαινόμενο αυτού του τύπου έκρηξης είναι η έκχυση παχύρρευστης λάβας που αποτελείται από ανδεσίτη, δακίτη ή ρυόλιθο. Γνώρισμα αυτού του τύπου έκρηξης είναι η εμφάνιση ορισμένων μορφών θόλων.
4) Βουλκάνιος τύπος
Στον βουλκάνιο τύπο εκρήξεων, όνομα που οφείλεται στο ηφαίστειο Vulcana της Ιταλίας, παρατηρούνται βίαιες εκρήξεις, συνοδευόμενες από εκτίναξη σημαντικών ποσοτήτων στάχτης αερίων αλλά και στερεών σωματιδίων. Η λάβα είναι παχύρρευστη, αποτελείται από ανδεσίτη, δακίτη ή ρυόλιθο και είναι ιδιαίτερα όξινη.
Εκτός από τις επιπτώσεις των ηφαιστειακών εκρήξεων στο κλίμα της Γης, αντικείμενο μελέτης για τους επιστήμονες αποτελεί και η εξεύρεση τρόπων εκμετάλλευσης της γεωθερμικής ενέργειας στις ηφαιστειογενείς περιοχές. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας οι επιστήμονες του εργαστηρίου του Lοs Αlamοs των ΗΠΑ κατασκευάζουν πειραματικά μοντέλα προσομοίωσης ηφαιστειακών εκρήξεων, ελπίζοντας ότι οι γνώσεις που θα αποκομίσουν από αυτά θα τους βοηθήσουν στην εξεύρεση κατάλληλων τοποθεσιών με εκμεταλλεύσιμες πηγές γεωθερμικής ενέργειας. Σε πολλές χώρες, όπως στην Ιαπωνία, την Ιταλία, την Ισλανδία, τη Νέα Ζηλανδία, την πρώην Τσεχοσλοβακία και τις ΗΠΑ, παρατηρείται μεγάλη πρόοδος στην εκμετάλλευση γεωθερμικής ενέργειας, ενώ για πολλές χώρες του Τρίτου Κόσμου η ενέργεια αυτή αποτελεί μια αξιόπιστη, διαρκή και οικονομική λύση στο ενεργειακό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν.
Ένα άλλο πρόβλημα που καλούνται οι επιστήμονες να επιλύσουν είναι το πρόβλημα της πρόγνωσης των ηφαιστειακών εκρήξεων, μιας και πολλές περιοχές διατρέχουν έναν διαρκή κίνδυνο από τα ηφαίστεια. Φαινόμενα που προηγούνται μιας ηφαιστειακής έκρηξης και μπορεί να συνδράμουν στην πρόγνωσή της είναι:
α) ηφαιστειακοί σεισμοί που προηγούνται της ηφαιστειακής δραστηριοποίησης·
β) η αύξηση της θερμοκρασίας του εδάφους στην ευρύτερη περιοχή του ηφαιστείου·
γ) η ύπαρξη αναθυμιάσεων από τη γη και γενικότερα η μεταβολή της τοπογραφίας της περιοχής του ηφαιστείου·
Ωστόσο, η πρόγνωση των ηφαιστειακών εκρήξεων αποτελεί ένα δύσκολο πρόβλημα και απαιτεί τη συνεργασία επιστημόνων διαφόρων ειδικοτήτων (ηφαιστειολόγοι, σεισμολόγοι, γεωφυσικοί κ.λπ.).
Γενικά, πολλές πυκνοκατοικημένες περιοχές οι οποίες απειλούνται από ηφαίστεια που ενεργοποιούνται κατά καιρούς παρακολουθούνται από σεισμογράφους και συστήματα λέιζερ, που πολλές φορές είναι σε θέση να προειδοποιήσουν για μια επικείμενη ηφαιστειακή έκρηξη.
Μάλιστα, στις αρχές του 1994 άρχισε και η υλοποίηση του προγράμματος-πιλότου Εnνirοment με κοινοτική χρηματοδότηση, που αποβλέπει στην παρακολούθηση του ηφαιστειακού κινδύνου στην Ελλάδα. Ο πρώτος σταθμός παρακολούθησης πρόκειται να λειτουργήσει στη Θήρα (Σαντορίνη), ενώ για την υλοποίηση του προγράμματος συμμετέχουν 15 επιστημονικοί φορείς από την Ελλάδα και το εξωτερικό, μεταξύ των οποίων το Ινστιτούτο Γεωλογικών Μελετών (ΙΓΜΕ), τα Πανεπιστήμια Αθηνών και Θεσσαλονίκης και το Εθνικό Αστεροσκοπείο.


Στην Ελλάδα: Τα ηφαίστεια της χώρας μας χαρακτηρίζονται ως μεταλπικά, γιατί δημιουργήθηκαν μετά τις αλπικές πτυχώσεις και βρίσκονται σε ρηξιγενείς περιοχές, δηλαδή η εμφάνισή τους είναι στενά συνδεμένη με την τεκτονική του ελληνικού χώρου.
Μια κατάταξη αυτών των ηφαιστείων θα μπορούσε να γίνει με βάση την ηλικία τους. Διακρίνουμε δυο τέτοιες μεγάλες ομάδες:
α) Στην πρώτη ομάδα με παλιά ηφαιστειότητα (Μέσου Ηώκαινου - Τέλους Μειόκαινου) ανήκουν τα ηφαίστεια: Ξάνθης, Σιδηροκάστρου, Δ. Θράκης, Σαμοθράκης, Ίμβρου, Λήμνου, Λέσβου, Χίου, Αντιψαρών, Σάμου, Πάτμου, Ανατ. Κω, Ανατ. Εύβοιας, Σκύρου, Αγ. Ευστράτιου, Ψαθούρας και Καλογήρων.
β) Στη δεύτερη ομάδα με νεότερη ηφαιστειότητα (Τέλος Πλειόκαινου - σήμερα) ανήκουν τα ηφαίστεια του ηφαιστειακού τόξου του Νότιου Αιγαίου. Σ' αυτό το τόξο διακρίνουμε δύο μέτωπα: Το εξωτερικό, όπου ανήκουν τα ηφαίστεια Αγ. Θεοδώρων, Αίγινας, Μεθάνων, Πόρου, Μήλου, Σαντορίνης, Χριστιανών και Νισύρου και το εσωτερικό, όπου ανήκουν τα ηφαίστεια Δυτ. Κω, Αντίπαρου, Λιχάδων, Αγίου Ιωάννη, Πορφυρίου, Αχιλλείου και Μικροθηβών.
Ανάλογα με το χημισμό των μαγμάτων τους (μάγμα (το) από το ρ. μάσσω = σφουγγίζω) = ύλη πυκνή και μαλακή, λιωμένη και διάπυρη μάζα, διαποτισμένη από αέρια, που βρίσκεται βαθιά στη γη) τα ηφαίστεια της Ελλάδας διακρίνονται σε:
α) καλιούχα, όπως είναι της Έδεσσας, Αλμωπίας, Πάτμου, Ανατολικής Μυτιλήνης, Σαμοθράκης κ.ά.
β) αλκαλικά (ατλαντικού τύπου), όπως είναι της Αντίπαρου, Κω, Λιχάδων, και Μικροθηβών και
γ) ασβεσταλκαλικά (περιειρηνικού τύπου), που είναι και τα περισσότερα ηφαίστεια της Ελλάδας, τόσο παλιάς όσο και νεότερης ηλικίας. Αναφέρουμε ενδεικτικά μερικά απ' αυτά: Αίγινας, Μεθάνων, Μήλου, Σαντορίνης, Καλύμνου, Λήμνου, Δυτ. Θράκης, Χαλκιδικής, Βορ. Σποράδων, Λιχάδων, Λοκρίδας κ.λπ.
Θα αναφερθούμε σε μερικά απ' αυτά τα ηφαίστεια :
Σ α ν τ ο ρ ί ν η : Τρία νησιά, η Θήρα, η Θηρασία και το Ασπρονήσι, περιβάλλουν μια βαθιά λεβητοειδή θαλασσινή λεκάνη, που από το κέντρο της εξέχουν πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας η Παλιά και η Νέα Καμμένη, δημιουργήματα εντελώς πρόσφατης ηφαιστειακής δράσης. Αυτή η λεβητοειδής λεκάνη ονομάζεται στη διεθνή ηφαιστειολογική επιστήμη κ α λ δ έ ρ α. Η καλδέρα της Σαντορίνης, που είναι γεμάτη με θαλασσινό νερό, δίνει τη δυνατότητα να παρατηρήσει κανείς την κατασκευή και γενικά την τεκτονική του εσωτερικού αυτού του ηφαιστείου. Η ιστορία του ηφαιστείου της Σαντορίνης αρχίζει από την εποχή του πρώτου σχηματισμού των νησιών του Αιγαίου, που συμπίπτει με το τέλος του Κατώτερου Πλειόκαινου.
Το πρωταρχικό νησί, μικρό σε έκταση, ήταν τότε η σημερινή περιοχή του Προφήτη Ηλία της Θήρας, γεγονός που το φανερώνουν τα κρυσταλλοσχιστώδη πετρώματα της περιοχής, που αποτελούνται, κυρίως, από φυλλίτες και μάρμαρα. Το νησί του Προφήτη Ηλία το έζωναν και το διέσχιζαν ρήγματα με διάφορη κατεύθυνση το καθένα. Απ' αυτά κατόρθωσε να φτάσει για πρώτη φορά ίσαμε την επιφάνεια το ρευστό και διάπυρο υλικό κάποιας μαγματικής εστίας του βάθους.
Τα αρχαιότερα, επομένως, ηφαιστειακά κέντρα του νησιού βρίσκονται στο νότιο τμήμα του, στην περιοχή του Ακρωτηρίου. Απ' αυτά μερικά έδρασαν υποθαλάσσια και άλλα κοντά στα παράλια.
Η πρώτη αυτή ηφαιστειακή περίοδος χαρακτηρίζεται από την έξοδο μεγάλης ποσότητας ηφαιστειακών αναβλημάτων με πολύ έντονο εκρηκτικό τρόπο και από μικρή έκχυση λάβας.
Πολύ αργότερα και όταν είχε επικρατήσει κάποια ηρεμία στην περιοχή του Ακρωτηρίου, βορειότερα και σε θέση που απέχει από το Ακρωτήρι 3.200 m, αρχίζει τη δράση του το ηφαίστειο Θήρας, που ήταν στην αρχή υποθαλάσσιο. Οι μεγάλες ποσότητες των υλικών που βγήκαν από τον κεντρικό και από πολλούς δευτερεύοντες κώνους αυτού του ηφαιστειακού κέντρου κάλυψαν το μεγαλύτερο τμήμα της Θήρας και έκαναν ώστε αυτό το υποθαλάσσιο ηφαίστειο να βγει από τα κύματα και να ενωθεί με το πρωταρχικό νησί. Μια από τις πολλές εκρήξεις του ηφαιστείου της Θήρας, που χαρακτηρίζεται ως έντονη, έκανε να σχηματιστεί το ενδιάμεσο στρώμα της κίσσηρης και του κισσηροτόφφου και προξένησε πολλές κατακρημνίσεις της οροφής του ηφαιστειακού κώνου με αποτέλεσμα να αλλάξει σε μεγάλο βαθμό η μορφολογική εικόνα του χώρου.
Τον καιρό που το ηφαίστειο της Θήρας βρισκόταν σε λειτουργία, παρουσιάζεται βορειότερα και στη θέση που σήμερα είναι ο όρμος Μουζάκι (Περιστέρια) μια ανεξάρτητη ομάδα ηφαιστειακών κέντρων, τα ηφαίστεια Περιστεριών.
Τούτα τα ηφαίστεια έδρασαν στην αρχή υποθαλάσσια. Από τα υλικά που ήρθαν στην επιφάνεια και που ήταν λιθάρια, άμμος, στάχτη και λάβα, σχηματίστηκαν οι δυο κορυφές του Μικρού Προφήτη Ηλία και μεγάλο τμήμα του Μεγάλου Βουνού και του Κόκκινου Βουνού, που βρίσκονται στο βορειότατο άκρο του σημερινού νησιού. Της ίδιας εποχής με την ομάδα των ηφαιστείων των Περιστεριών θεωρούνται και άλλα ηφαιστειακά κέντρα, όπως το ηφαίστειο Σημαντήρι, που παρουσιάστηκε περίπου 400 μ. ανατολικότερα από το σημερινό ομώνυμο ακρωτήρι, το ηφαίστειο Σκάρου και το ηφαίστειο Θηρασίας. Έτσι το αρχικό μικρό νησάκι της περιοχής του Προφήτη Ηλία, που το αποτελούσαν φυλλίτες και μάρμαρα, μαζί με τα ηφαιστειακά υλικά που βγήκαν από τα σπλάχνα της Γης σχημάτισαν ένα συνεχόμενο νησί, τη Στρογγύλη, πολύ πιο μικρή από το σημερινό σαν δαχτυλίδι σύμπλεγμα των νησιών Θήρας, Θηρασίας και Ασπρονησιού.
Σ' αυτό το νησί έζησαν οι προϊστορικοί άνθρωποι της Λίθινης Εποχής, που τα εργαλεία τους βρέθηκαν και στα τρία νησιά που αναφέρουμε. Οι άνθρωποι αυτοί ήξεραν να καλλιεργούν σιτηρά και ελιές, κατασκεύαζαν υφάσματα, ψάρευαν με δίχτυα, γνώριζαν το χρυσό και το χαλκό, ήταν αγγειοπλάστες και είχαν εμπορικές σχέσεις με τους κατοίκους των γειτονικών νησιών.
Ακολουθεί μια πολύ μεγάλη περίοδος ηρεμίας για το πολυτάραχο αυτό νησί, οπότε το 1500 π.Χ. γίνεται η μεγάλη καταστροφή. Τα καταστρεπτικά φαινόμενα, που είχαν ως αποτέλεσμα την κατακρήμνιση του τεράστιου ηφαιστειακού θόλου και τη δημιουργία με αυτό τον τρόπο της θαυμαστής θηραϊκής καλδέρας, είναι γνωστά με την ονομασία έκρηξη της κίσσηρης και είναι σε συντομία τα ακόλουθα:
α) Η ηφαιστειακή ενέργεια κατά την πρώτη φάση αυτής της περιόδου παρουσιάζει μια ήσυχη πορεία με κύριο χαρακτηριστικό την άνοδο αρκετά μεγάλης ποσότητας κίσσηρης από πόρο που βρίσκεται στη βόρεια περιοχή της καλδέρας.
β) Ακολουθεί ηρεμία για μικρό χρονικό διάστημα.
γ) Νέα φάση εκρήξεων ακολουθεί τούτη τη σύντομη ηρεμία, που στη διάρκειά της σχηματίζεται από το υλικό που ήρθε στην επιφάνεια, το καθαρότατο μεσαίο κάλυμμα της κίσσηρης.
δ) Δεύτερη περίοδος ηρεμίας ακολουθεί και έρχεται η τρίτη και κυριότερη ηφαιστειακή φάση, που έφερε την τελική καταστροφή του νησιού.
ε) Από τρεις τουλάχιστον κρατήρες βγήκε η τεράστια ποσότητα της κίσσηρης που κάλυψε ολόκληρο το νησί, κατάστρεψε όλη τη φυτεία και τους συνοικισμούς των κατοίκων, που είχαν εγκαταλείψει το νησί πανικόβλητοι από τα πρώτα στάδια αυτής της ηφαιστειακής περιόδου.
Με την αποβολή της κίσσηρης και του άλλου υλικού δημιουργήθηκαν κάτω από τη στέγη αυτού του ηφαιστείου μεγάλα κοιλώματα με αποτέλεσμα τη διάρρηξη και το γκρέμισμα ολόκληρου του ηφαιστειακού θόλου. Έτσι δημιουργήθηκαν τα τρία νησιά, η Θήρα, η Θηρασία και το Ασπρονήσι, που περιβάλλουν τη νεοσχηματισμένη καλδέρα. Με αυτό τον τρόπο η Σαντορίνη παίρνει την τελική της μορφή, χωρίς ακόμη να έχουν σχηματιστεί στη μεγάλη κεντρική θαλασσινή έκταση τα μικρά νησάκια του κέντρου, η Παλιά και η Νέα Καμμένη.
Κατά το Φουκέ η καταστροφή αυτή έγινε το 2000 π.Χ. Κατά τον Ντέρπφελντ αυτή έγινε το 1500 π.Χ. Ο Ρανατίν την τοποθετεί ανάμεσα στο 1890 και 1500 π.Χ. και ο Σ. Μαρινάτος, που υποστηρίζει την άποψη του Ντέρπφελντ, αποδίνει σ' αυτή την έκρηξη τη δημιουργία των θαλασσινών σεισμικών κυμάτων που κατάστρεψαν την Αμνισό, επίνειο (λιμάνι μεσογειακής πόλης) της μινωικής Κνωσού.
Ακολούθησαν από τότε πολλές εκρήξεις, όπως αναφέρουν διάφορες ιστορικές πηγές, κι οι λάβες που βγήκαν κατά καιρούς από το κέντρο της καλδέρας σχημάτισαν την Παλιά Καμμένη (46 μ.Χ.), τη Μικρή Καμμένη (1570 μ.Χ.) και τη Νέα Καμμένη (1707 μ.Χ.), που από τις μεταγενέστερες εκρήξεις και εκχύσεις λαβών άλλαξαν πολλές φορές σχήμα και μέγεθος.
Από το 1967 ως το 1974, ο Σ. Μαρινάτος έφερε στο φως μεγάλης αξίας ευρήματα από την αποκάλυψη ολόκληρης μινωικής πόλης στην περιοχή του Ακρωτηρίου. Από τους πολλούς μελετητές του ηφαιστείου της Σαντορίνης αναφέρουμε τους Seeback, Smith, Fouquet, Κτένα, Reck, Pandang, Κόκκορο, Γεωργαλά, Λιάτσικα, Παπασταματίου κ.ά.
Τύπος εκρήξεων των Καμμένων: Γενικά πελελέϊος ως βουλκανοπελέος με σχηματισμό θόλων και κωνοθόλων.
Διαστάσεις της καλδέρας: Β-Ν 11 χλμ., Α-Δ 7,5 χλμ. Επιφάνεια 83 τ.χλμ. Μέγιστο βάθος 390 μέτρα κάτω από τη θάλασσα. Ύψος τοιχωμάτων της καλδέρας πάνω από τη θάλασσα 200-300 μέτρα. Πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες και επιβλητικότερες καλδέρες της Γης.
Μ ή λ ο ς : Η Μήλος ανήκει στο εξωτερικό μέτωπο του ηφαιστειακού τόξου του Νότιου Αιγαίου και χαρακτηρίζεται για την ασβεσταλκαλικού (ανδεσιτικού) τύπου ηφαιστειότητά της. Βρίσκεται στο σημείο σύγκλισης λιθοσφαιρικών πλακών και παρουσιάζει θετική θερμική ανωμαλία σε επαρχιακή κλίμακα.
Το υπόβαθρο της Μήλου το σχηματίζουν κρυσταλλοσχιστώδη πετρώματα, αλλά το νησί σκεπάζεται στο μεγαλύτερό του μέρος από πετρώματα ηφαιστειακά, πρόσφατης ηφαιστειότητας. Διακρίνονται παλιοί και νέοι ηφαιστειακοί τόφφοι και τοφφίτες, ιγνιμβρίτες, ρυολιθικές, δακιτικές, ανδεσιτικές εκχύσεις, διάφορα αναβλήματα και λαχάρ (=λάσπη από στάχτη και λοιπά υλικά), νεογενή ιζήματα και νεότερες αποθέσεις.
Η ηφαιστειότητα στο νησί άρχισε κατά το Ανώτερο Πλειόκαινο με αποθέσεις σε χερσαίο και θαλασσινό περιβάλλον. Προηγήθηκε η εκρηκτική φάση και ακολούθησε η φάση της έκχυσης.
Τα ηφαιστειακά οικοδομήματα στη Μήλο είναι ενδογενείς δόμοι (=θόλοι), δόμοι εξώθησης ή εξωγενείς, κώνοι και κρατήρες, όπως της Φυριπλάκας και του Τράχηλα. Ο κρατήρας της Φυριπλάκας βρίσκεται σε υψόμετρο 200 m, έχει διάμετρο 1.700 m και αποτελείται από συσσώρευση στάχτης και άμμου και από λατύπες περλιτικής υφής. Διακρίνονται σ' αυτόν, όπως και σε πολλά μέρη του νησιού, ρεύματα λάβας. Ο κρατήρας του Τράχηλα είναι μικρότερος.
Υπάρχουν στο νησί πολλά είδη λαχάρ τοπικής σημασίας, αλλά ένα απ' αυτά, γνωστό ως πράσινο λαχάρ, είναι πλατιά ζώνη και αποτελεί χαρακτηριστικό στρωματογραφικό ορίζοντα. Τα συστατικά του είναι ηφαιστειακή τέφρα και λατύπες, που προέρχονται από το κρυσταλλοσχιστώδες υπόβαθρο, αλλά και από τους νεογενείς σχηματισμούς και τους ηφαιστίτες. Δεν παρουσιάζει κοκκομετρική διαβάθμιση ούτε στρώση. Τούτο το ρεύμα φαίνεται πως ήρθε από το ανατολικό τμήμα του νησιού, τότε που η μορφολογία του νησιού το επέτρεπε.
Από μαγματολογικές έρευνες και, κυρίως, από μετρήσεις της γεωθερμικής βαθμίδας αποδείχτηκε πως η Μήλος διαθέτει πολύ μεγάλη θερμική ροή, που προκάλεσε έντονη υδροθερμική δράση. Αποτέλεσμα αυτής της δράσης ήταν η εκδήλωση φρεατικών εκρήξεων σε μεγάλο αριθμό, μπεντονιτίωση, καολινιτίωση και σχηματισμός διαφόρων υδροθερμικών κοιτασμάτων (Έρευνες ΦΥΤΙΚΑ του 1976).
Στο νησί εμφανίζονται ατμίδες (102° C), υποθαλάσσιες διαφυγές αερίων (55° C), θερμές πηγές (75° C) και θερμά εδάφη (100° C). Γεώτρηση που πραγματοποιήθηκε στην περιοχή Ζεφυρίας και που έφτασε σε βάθος 1.101 μ. έδειξε πως στο βάθος των 837 μ. η θερμοκρασία φτάνει στους 310° C. Από τη γεώτρηση αυτή ήρθαν στην επιφάνεια υπέρθερμοι ατμοί και νερό σε μεγάλες ποσότητες και σε συνθήκες κατάλληλες για βιομηχανική εκμετάλλευση.
Ν ί σ υ ρ ο ς : Η Νίσυρος είναι ηφαιστειογενές νησί και στην πραγματικότητα μια μεγαλοπρεπής καλδέρα με διάμετρο 3 km. Το ύψος αυτής της καλδέρας από τον πυθμένα της θάλασσας ως την κορφή φτάνει τα 650 m.
Εκρήξεις του ηφαιστείου σημειώθηκαν στα 1422, 1830, 1871, 1873 και 1888. Σήμερα η ηφαιστειακή δραστηριότητα περιορίζεται στη δράση των ατμίδων. Από διάφορες ρωγμές έρχονται στην επιφάνεια υδρατμοί, υδρόθειο και διοξείδιο του άνθρακα με υψηλή θερμοκρασία, που φτάνει τους 92° C. Η μακροχρόνια δράση των ατμίδων δημιούργησε κοιτάσματα θείου και διάφορα θειοχώματα, μικρής, όμως, οικονομικής σημασίας.
Πολύ σημαντικές είναι και οι θερμομεταλλικές πηγές του νησιού.
Α ί γ ι να : Το υπόβαθρο του νησιού αποτελείται από σχιστόλιθους, μαργαϊκούς ασβεστόλιθους και σχιστώδεις ψεμμίτες κρητιδικής ηλικίας. Πάνω σ' αυτά βρίσκονται νεογενή ιζήματα και ηφαιστειογενείς σχηματισμοί, που αποτελούνται από λάβες και τόφφους.
Οι λάβες ανήκουν σε δυο τύπους:
α) δακιτοειδείς (κεροστιλβικοί και αυγιτικοί δακίτες, με κεροστίλβη) και
β) ανδεσίτες (υπερσθενικοί αυγίτης και κεροστίλβη).
Διακρίνουμε λάβες της πρώτης ηφαιστειακής περιόδου, που σχηματίσθηκαν πριν από και κατά τη διάρκεια του Κατώτερου Πλειόκαινου και λάβες νεότερης ηλικίας, όπως είναι οι υπερσθενικοί ανδεσίτες της περιοχής του Όρους στο νότιο τμήμα του νησιού.
Οι λάβες της δεύτερης ηφαιστειακής περιόδου έχουν χρώμα σκοτεινό, κυψελώδη υφή και αποτελούν την τελική φάση των εκρήξεων, που έφεραν στην επιφάνεια παχύρρευστο ανδεσιτικό υλικό.
Τα περισσότερα από τα ηφαιστειογενή βουνά του νησιού είναι δόμοι (=θόλοι) και κώνοι με μικρή κλίση, και με ύψος που συνήθως δεν ξεπερνά τα 250 m. Στους δόμους διακρίνεται σχεδόν πάντα συμπαγής πυρήνας, που περιβάλλεται από χοντρό κροκαλοπαγή φλοιό.
Η Αίγινα ανήκει στο ηφαιστειακό τόξο του Νότιου Αιγαίου και τα πυριγενή της πετρώματα κατατάσσονται στον τύπο των ασβεσταλκαλικών μαγμάτων.
Μ έ θ α ν α: Η χερσόνησος των Μεθάνων αποτελείται κατά το μεγαλύτερό της μέρος από ηφαιστίτες, που είναι κεροστιλβικοί υπερσθενικοί ανδεσίτες και δακίτες και υπερσθενικοί ανδεσίτες. Διακρίνονται επίσης στο νότιο και δυτικό τμήμα της χερσονήσου νεοκρητιδικοί ασβεστόλιθοι και στην ανατολική ακτή λείψανα πλειοκαινικών μαργών.
Η ιστορία του ηφαιστείου των Μεθάνων αρχίζει από το Νεογενές, εποχή που σημειώθηκε η πρώτη έκρηξη. Η τελευταία έκρηξη έγινε το 273 π.Χ. και από τα υλικά που βγήκαν στην επιφάνεια σχηματίστηκε ο ηφαιστειακός κώνος της Καμμένης. Ο κρατήρας αυτού τού ηφαιστείου βρίσκεται στο ύψος των 417 m και έχει διάμετρο 150 m.
Για το ηφαίστειο των Μεθάνων μιλούν ο Κλεισθένης και ο Στράβωνας.
Ά γ ι ο ι Θ ε ό δ ω ρ ο ι (Σουσάκι): Πρόκειται για ηφαιστειακό κέντρο που βρίσκεται 4.500 m ανατολικά από τον Ισθμό της Κορίνθου. Η δραστηριότητά του άρχισε από τον Παλαιοζωικό Αιώνα, δραστηριοποιήθηκε εντονότερα κατά τη διάρκεια του Καινοζωικού, έδρασε τελευταία κατά το Πλειόκαινο και σήμερα έχει περάσει στην ατμιδική φάση.
Στις πλαγιές των Γερανείων που αποτελούνται από περιδοτίτες και σερπεντίτες, παρατηρούνται ρωγμές, που απ' αυτές έρχονται στην επιφάνεια θερμά αέρια. Η πιο σημαντική περιοχή τέτοιων εμφανίσεων είναι η μοφέτα του Σουσακίου, όπου από δυο σπηλαιώδεις ρωγμές αναθρώσκουν (ξεπηδούν) διοξείδιο του άνθρακα (82%), υδρόθειο (3%), διοξείδιο του θείου (1,2%), αέρας (13-14%) και ελάχιστο υδρογόνο και ήλιο. Η θερμοκρασία αυτών των αερίων φτάνει τους 42° C κι η ποσότητά τους τα 10.000 m το 24ωρο.
Από την επίδραση των αερίων δημιουργούνται στην περιοχή των ρωγμών διάφορα ορυκτά, όπως οπάλιος, μαρκασίτης, μελαντηρίτης, εψωμίτης (Mg4 7Η2°), γύψος και θείο.
Πρώτος μίλησε για το ηφαίστειο αυτό ο Philipson.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου